-
1 утварь
утварьж τό σκεῦος:кухонная \утварь τά μαγειρικά σκεύη· домашняя \утварь τά οίκιακά σκεύη, τά σκεύη τοῦ νοικοκυριοῦ· церковная \утварь τά ἐκκλησιαστικά σκεύη. -
2 посуда
-ы θ.1. αθρσ. τα σκεύη, τα αγγεία•столовая посуда τραπεζοσκευή, επιτραπέζια σκεύη, σερβίτσιο•
кухонная посуда τα μαγειρικά σκεύη•
чаиная посуда σερβίτσιο του τσαγιού.
2. αγγείο, δοχείο.3. (διαλκ.) μικρό σκάφος, ιστιοφόρο.εκφρ.битая посуда два века живт – παρμ. ο κάλπικος παράς δε χάνεται (για ανάξιο άνθρωπο). -
3 утварь
-и θ. αθρσ. τα σκεύη•домашняя τα οικιακά σκεύη•
церковная утварь τα εκκλησιαστικά σκεύη.
-
4 посуда
посуда ж τα σκεύη (кухонная )' τα πιατικά (столовая)9 чайная \посуда το σερβίτσιο του τσαγιού* * *жча́йная посу́да — το σερβίτσιο του τσαγιού
-
5 посуда
посудаж τά σκεύη / τά πιατικά (столовая):кухонная \посуда τά μαγειρικά σκεύη· чайная \посуда τό σερβίτσιο τοῦ τσαγιοῦ. -
6 посуда
1. тех. τα δοχεία 2. (хозяйственная утварь) τα σκεύη, τα πιατικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посуда
-
7 приспособление
1. (устройство) η συσκευή, η επινόηση 2. (маш., ев) η (ιδιο)συ-σκευή, το εξάρτημα 3. (действие) η προσαρμογή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приспособление
-
8 текущий
τρέχ/ων. - ремонт η μικροεπι-σκευή, - ούσα επισκευή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > текущий
-
9 утварь
τα σκεύη (πλ.)домашняя - οικιακά-.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утварь
-
10 бритвенный
бри́т||венныйприл ξυριστικός:\бритвенный венный прибор τά ξυριστικά σκεύη, τά ξυριστικά σύνεργα. -
11 бутафория
бутафор||ияж1. τά σκηνικά σκεύη;2. перен τό ψεύτικο πράγμα. -
12 глиняный
глинян||ыйприл πήλινος:\глиняныйая посуда τά πήλινα σκεύη· \глиняный горшок (для цветов) ἡ γλάστρα. -
13 лудить
луди́||тьнесов κασ-σιτερώνω, γανώνω:\лудитьть посу́ду γανώνω τά μαγειρικά σκεύη. -
14 материальный
материальн||ыйприл1. οἰκονομικός:\материальныйое положение ἡ οἰκονομική κατάσταση [-ις]· \материальныйая помощь ἡ χρηματική βοήθεια· \материальныйая зависимость ἡ οἰκονομική ἐξάρτηση· \материальныйые условия οἱ συνθήκες τής ὑλικής ζωής· испытывать \материальныйые затруднения δοκιμάζω οίκονομικές δυσκολίες·2. филос. ὑλικός:\материальныйый мир ὁ ὑλικός κόσμος· ◊ \материальныйая часть тех. τό ὑλικόν, ἡ σκευή. -
15 письменный
пи́сьменн||ыйприл1. (написанный) γραπτός, Εγγραφος, γραφτός:\письменныйая работа τό γραπτό· в \письменныйой форме ἐγγράφως, γραπτώς·2. (служащий для писания) τής γραφής:\письменныйый прибор ἡ καλαμαριά· \письменныйый стол τό γραφεῖο[ν]· \письменныйые принадлежности τά σκεύη τοῦ γραφείου. -
16 реквизит
реквизитм театр. τά σκηνικά σκεύη, τά είδη φροντιστηρίου. -
17 серебряный
серебрян||ыйприл ἀσημένιος, ἀργυρος, ἀργυροϋς:\серебряныйая посуда τά ἀσημένια (или τά ἀργυρά) σκεύη· \серебряныйая монета τό ἀσημένιο νόμισμα· \серебряныйых дел мастер ὁ ἀση-μωτής, ὁ ἐπαργυρωτής· ◊ \серебряныйая свадьба οἱ ἀργυροι γάμοι. -
18 скарб
скарбм разг τά σκεύη, τά πράγματα -
19 хрусталь
хрустальм τό κρύσταλλο / τά κρυστάλλινα σκεύη (изделия)· ◊ горный \хрусталь ὁ ὁρυκτός κρύσταλλος. -
20 чистить
чи́ст||итьнесов1. καθαρίζω / βουρτσίζω (щеткой):\чистить зу́бы καθαρίζω τά δόντια· \чистить о́бувь βάφω παπούτσια· \чистить платье βουρτσίζω τό φόρεμά \чистить посуду τρίβω τά μαγειρικά σκεύη· \чистить лошадь ξυστρίζω τό ἄλογο· \чистить до блеска στιλβώνω, στιλ-πνῶ·2. (продукты питания) ξεφλουδίζω, καθαρίζω / μαδώ (перья)/ ξεκοιλιάζω (потрошить):\чистить орехи ξετσοφλιάζω τά καρύδια.
См. также в других словарях:
σκευή — equipment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευή — η, ΝΜΑ 1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ. β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.) 2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.) νεοελλ. στρ. το σύνολο τών… … Dictionary of Greek
σκευῇ — σκευάζω prepare fut ind mid 2nd sg (doric) σκευάζω prepare fut ind act 3rd sg (doric) σκευή equipment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεύη — σκεύ̱η , σκεῦος vessel neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκεύ̱η , σκεῦος vessel neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευῆι — σκευῇ , σκευάζω prepare fut ind mid 2nd sg (doric) σκευῇ , σκευάζω prepare fut ind act 3rd sg (doric) σκευῇ , σκευή equipment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευαῖς — σκευή equipment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευαί — σκευή equipment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευήν — σκευή equipment fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
σκεύος — ους, το / σκεῡος εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες τού ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek